- οσμίζομαι
- [οσμή]1. μυρίζω, οσφραίνομαι κάτι2. μτφ. προαισθάνομαι, υποπτεύομαι, αντιλαμβάνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οσμίζομαι — οσμίζομαι, οσμίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οσμίζομαι — οσμίστηκα 1. οσφραίνομαι, μυρίζομαι. 2. μτφ., καταλαβαίνω, παίρνω είδηση: Οσμίζομαι απάτη στην υπόθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… … Dictionary of Greek
όσμιση — η [οσμίζομαι] μυρωδιά … Dictionary of Greek
μυρίζω — μύρισα, μυρίστηκα, μυρισμένος 1. μτβ., οσφραίνομαι, οσμίζομαι: Μυρίζω το άρωμα του γιασεμιού. 2. αμτβ., αναδίνω ευχάριστη ή δυσάρεστη μυρουδιά: Μυρίζει ο ιδρώτας του. 3. φρ., «Μυρίζει μπαρούτη», βλ. μπαρούτη· «Μύρισα τα δάχτυλά μου»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)